εύλοφος

εύλοφος
-η, -ο (ΑΜ εὔλοφος, -ον)
αυτός που έχει ωραίο λοφίο («εὔλοφος κυνῆ», Σοφ.)
μσν.-αρχ.
αυτός που υπομένει καλά τον ζυγό, ο ισχυρός, ο υπομονετικός («εὔλοφος αὐχήν», Δαμάσκ.).
επίρρ...
εὐλόφως (ΑΜ)
1. υπομονετικά
2. γενναία («ὁ δὲ πρὸς τοὺς ἐπαναστάτας εὐλόφως ἀγωνισάμενος, ἐπέδειξεν ἀληθῆ ὄντα τὸν λόγον», λεξ. Σούδα).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εὔλοφος — well plumed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐλόφως — εὔλοφος well plumed adverbial εὔλοφος well plumed masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔλοφον — εὔλοφος well plumed masc/fem acc sg εὔλοφος well plumed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐλόφου — εὔλοφος well plumed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐλόφῳ — εὔλοφος well plumed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”