- εύλοφος
- -η, -ο (ΑΜ εὔλοφος, -ον)αυτός που έχει ωραίο λοφίο («εὔλοφος κυνῆ», Σοφ.)μσν.-αρχ.αυτός που υπομένει καλά τον ζυγό, ο ισχυρός, ο υπομονετικός («εὔλοφος αὐχήν», Δαμάσκ.).επίρρ...εὐλόφως (ΑΜ)1. υπομονετικά2. γενναία («ὁ δὲ πρὸς τοὺς ἐπαναστάτας εὐλόφως ἀγωνισάμενος, ἐπέδειξεν ἀληθῆ ὄντα τὸν λόγον», λεξ. Σούδα).
Dictionary of Greek. 2013.